Τρίτη, 19 Μαρτίου, 2024

Η Σουζάνα και η Ελένη από την Ξάνθη τραγουδούν σχεδόν τα πάντα, σε πάνω από 20 γλώσσες

Κοινοποίηση


Αφηγούνται την ιστορία τους στο LIFO.gr και παρουσιάζουν τις ιδιαίτερες μουσικές τους
Δυο αδερφές από την Ξάνθη, η Σουζάνα και η Ελένη, μια μαθηματικός και μια γλωσσολόγος, περιοδεύουν στην γεωγραφία της μουσικής τραγουδώντας πάνω από είκοσι γλώσσες, σε μια ευρεία γκάμα που περιλαμβάνει από ρεμπέτικα και ποντιακά του νόστου, μέχρι γκόσπελ και blues, μουσικές της Κάτω Ιταλίας αλλά και παραδοσιακά της Ανατολής και των Βαλκανίων. Οι ζωντανές εμφανίσεις τους έχουν υποβλητικό χαρακτήρα: μοιάζουν με ένα τελετουργικό καμωμένο με υψίφωνα acapella, μια παλινδρόμηση ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, όπου ο έρωτας, ο αποχωρισμός και ο καημός είναι τα πανανθρώπινα και διεθνικά γρανάζια των μουσικών τους. Από την Ξάνθη, στη Νέα Υόρκη και την Οδησσό, από τη Θεσσαλονίκη στην Τεργέστη, οι αδερφές Βουγιουκλή έχουν συνεργαστεί με ετερόκλητα ονόματα: Από τον Γκόραν Μπρέγκοβιτς μέχρι τους Rotting Christ.

Το “γουά χαμπίμπι (wahabibi)” είναι ένας ύμνος της Mεγάλης Παρασκευής του Λιβάνου, που έχει τραγουδήσει η Φαϊρούς κι εμείς λέμε το μισό στα Αραβικά και το μισό στα Ελληνικά, έτσι όπως το έχει προσαρμόσει ο Χριστόδουλος Χάλαρης σε στίχους του Νίκου Γκάτσου. Είναι επίκαιρο και συνδεδεμένο με την προσφυγικό ζήτημα…

Συναντηθήκαμε στη Θεσσαλονίκη ένα «εκκωφαντικά» ανοιξιάτικο πρωινό και περιηγηθήκαμε με φόντο την Αρχαία Αγορά, σε αυτό που η Κοτταρίδη ορίζει «προσωπική αρχαιολογία»: ό,τι δηλαδή κουβαλά καθεμιά τους στο σήμερα. Η δική τους ιστορία είχε από την αρχή ένα πολυπολιτισμικό χαρακτήρα, λέει η Ελένη: «Μεγαλώσαμε στην Ξάνθη με ένα μικρό “διάλειμμα” δύο ετών, που βρεθήκαμε στο Μπάνγκορ της Ουαλίας, όσο η μητέρα μας έκανε το διδακτορικό της στη γλωσσολογία. Ήταν και η ηλικία τέτοια, αλλά και η κατάσταση, που μας έχει επηρεάσει πάρα πολύ. Φοιτήσαμε σε σχολείο πολυπολιτισμικό. Ήμασταν τα Ελληνάκια, ενώ, μεταξύ άλλων, βρισκόντουσαν Αγγλάκια, Γερμανάκια και παιδιά από το Πακιστάν.  Από ό,τι φάνηκε στην πορεία, είχαμε καταβολές από τα επαγγέλματα των γονιών μας. Η Σουζάνα τελείωσε Μαθηματικά στο Αριστοτέλειο. Εγώ τελείωσα Γλώσσες και Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας».  
Οι γονείς των δυο κοριτσιών φαίνεται πως ήταν η πρώτη «μαγιά» στην καλλιτεχνική τους χαρακτηροδόμηση, συμπληρώνει η Σουζάνα: «Οι γονείς είναι λάτρεις των τεχνών και των γραμμάτων γενικότερα -ειδικά της μουσικής- και πιστεύω πως αυτό το θεωρούσαν πάντα πολύ βασικό πράγμα στην παιδεία ενός ανθρώπου, οπότε κι από πολύ μικρά μας έβαλαν μέσα σε όλο αυτό το σύμπαν. Το ζητούσαμε κι εμείς βέβαια από πολύ μικρά, είναι η αλήθεια. Θέλαμε το δικό μας πιάνο, για παράδειγμα». Το ξεκίνημά τους στη μουσική έγινε από την εποχή που ήταν μαθήτριες, ενώ η πρώτη τους επίσημη σαν αδερφές Βουγιουκλή έλαβε χώρα στο «Άνω Κάτω», στις γιορτές της παλιάς πόλης στην ηλικία των δεκατριών ετών, πολύ πριν το «Βόρειο Σέλας», το πρώτο τους συγκρότημα. Η ίδια η πόλη της Ξάνθης φαίνεται πως ήταν (σ.σ. και είναι) για τα δυο κορίτσια ένας «ζωντανός μουσικός οργανισμός»: 
«Η Ξάνθη έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο γενικά, ακόμα και στην προσωπικότητά μας. Είναι μια πόλη “πολυπολιτισμική” που έχει έντονη πολιτιστική δραστηριότητα. Δεν είναι απλά μια επαρχιακή πόλη που συμβαίνουν αραιά και που πράγματα. Έχει πάρα πολλά φεστιβάλ, τις γιορτές της Παλιάς Πόλης, το φεστιβάλ νέων. Κάθε δύο μήνες περίπου γίνονται μεγάλες διοργανώσεις και είχαμε την τύχη από μικρά παιδιά να παρακολουθήσουμε πάρα πολλές συναυλίες και θέατρα. Αυτό συνέβαλε ακόμα και στο πώς αντιμετωπίζουμε τη δουλειά μας. Δεν έχει να κάνει με το γεγονός πως απλά τραγουδάμε, παίζουμε την μουσική μας και τέλος, είναι για εμάς μια σοβαρή έρευνα επάνω στη μουσική, μια κατάθεση ψυχής».
Όποιος τις έχει παρακολουθήσει live, διακρίνει έντονα τις Βαλκανικές επιρροές τους στη μουσική, αλλά και στα φωνητικά έχουν κάνει μια σπουδή επάνω την Γκροτοβσκική μέθοδο που βασίζεται σε acapella τραγούδια που δημιουργούν δονήσεις. Οι ίδιες αντιπαρέρχονται το εγχώριο κόμπλεξ περί εθνικής βαλκανικής ταυτότητας, ενώ θεωρούν τον εαυτό τους πολύ τυχερό που είχαν αυτήν την πρώτη ύλη, λέει η Σουζάνα: «Η καταγωγή μας είναι από την Βόρεια Ελλάδα, Μακεδονία και Θράκη ειδικά. 
Όλα αυτά είναι Βαλκάνια και φυσικά έχουμε φοβερά ακούσματα. Ειδικά η Θράκη που έχει από επάνω την Βουλγαρία, που είναι διάσημη για τα «the mystery Bulgarian voices» και όλα αυτά τα φωνητικά, όπως και από τα υπόλοιπα Βαλκάνια, που είναι «ξαδέρφια» όλες αυτές οι μουσικές μεταξύ τους. Αυτό οφείλεται, βέβαια, και πάλι στο γεγονός πως στο σπίτι μας δεν είχαμε κανένα κόμπλεξ για τη μουσική, ούτε το κόμπλεξ της παραδοσιακής μουσικής ή της κλασικής, της metal ή το ροκ. Δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτά που ζεις στην ζωή σου είναι αυτά που σε καθορίζουν κιόλας, ειδικά στις μικρές ηλικίες. Ακόμα και ο Χατζιδάκις, έλεγε για την Ξάνθη πως ήταν εξίσου τυχερός που μεγάλωσε εκεί, γιατί είχε αυτά τα ακούσματα. Και εμείς μέχρι τα επτά μας χρόνια, είχαμε προσλαμβάνουσες από όλα τα είδη της μουσικής και μέσα από το σπίτι μας, που δεν μας εμπόδισαν να οικειοποιηθούμε κάποιο είδος, από το παραδοσιακό μέχρι το γκόσπελ, που είναι μια θρησκευτική μουσική».    

Δεν θα χωρίζαμε καλλιτεχνικά για έναν έρωτα… Μα και η αδερφική σχέση όπως και η φιλική έχει ένα κομμάτι του έρωτα, γιατί υπάρχει η γοητεία του άλλου, η ανάγκη να είσαι συνεχώς μαζί του ή και να τον θαυμάζεις. Καλλιτεχνικά τουλάχιστον, μεταξύ μας έχουμε συνεχώς καινούρια πράγματα να ανακαλύψουμε και να σκεφτούμε. 

Στην ίδια πλεύση και η αδερφή της, η Ελένη, που θεωρεί την Ελλάδα σταυροδρόμι πολιτισμών: «Έχει μεγάλο ενδιαφέρον τραγουδιστικά και πολιτιστικά το πολυφωνικό τραγούδι των Βαλκανίων. Και γενικότερα, όμως, η Ελλάδα είναι ένα σταυροδρόμι πολιτισμών. Νομίζω όλοι οι μουσικοί που γεννιούνται εδώ έχουν αντίστοιχα ερεθίσματα. Είναι, βέβαια, τα φωνητικά ένα είδος εξαιρετικά απαιτητικό. Για εμένα είναι κάτι το συμπαντικό η μουσική των Βαλκανίων, σημαίνει δονήσεις, να έχεις τον άλλο απέναντι σου και να τον δονείς φωνητικά». 
Επάνω σε αυτό το μουσικό ιδίωμα των Βαλκανίων, σκέφτομαι, υπάρχει μια ξεχωριστή συναισθηματική ταυτότητα του σπαραγμού. Τα Βαλκανικά τραγούδια φέρουν μέσα τους μια παραδοσιακή θλίψη υπό την σκέπη του ίδιου χαμηλοτάβανου ορίζοντα που γεννιούνται και άλλες μουσικές, από τα Ποντιακά μέχρι τα τραγούδια της Ανατολής. Θέλησα να τις ρωτήσω, μιας και υπάρχουν υποείδη μουσικά, που μοιάζουν με μοιρολόι ή προσευχή αντίστοιχα, κατά πόσο αυτός ο «καημός» τις ενδιαφέρει ως «μουσική ταυτότητα» αφού στα lives τους είναι εξαιρετικά ευδιάκριτος.   




«Μας αρέσει λίγο το black» λέει γελώντας η Σουζάνα «αλλά όχι το black έτσι όπως το έθεσες, με την έννοια της θλίψης απαραίτητα. Συχνά τα τραγούδια χωρισμού, ας πούμε, έχουν μια έντονη οργή. Αν δεις, όμως, όλες οι μουσικές των λαών πάνω κάτω τραγουδούν τα ίδια θέματα γιατί είναι πανανθρώπινα και διαχρονικά: τη θλίψη, τον πόνο, τον έρωτα. Που επίσης ο έρωτας μπορεί να δημιουργεί μια θλίψη. Πιο πολύ μας οδηγεί στο πώς θα στήσουμε μια παράσταση η ίδια η μουσική, ο ήχος, όχι απαραίτητα πώς θα κάνουμε ένα κομμάτι με ερωτικά ή με μοιρολόγια ας πούμε. Δεν το κάνουμε έτσι. Πιο πολύ μας αρέσει να το μπλέκουμε και αν το δεις στο σύνολο, υπάρχει ένα συναίσθημα που μας οδηγεί στην κάθαρση».   Αναρωτιόμουν, μετά από όλες αυτές τις επιρροές που έχουν, πώς αυτοπροσδιορίζονται και ποιες είναι οι δυσκολίες, αφού δε μπορείς να τις κατηγοριοποιήσεις πουθενά. Αστειευόμενη η Σουζάνα, μου απάντησε με ένα πρόσφατο χαρακτηρισμό που έχουν ακούσει για αυτές: «Αβάν γκαρντ παραδοσιακό!». Για να τις βοηθήσω, τις παρότρυνα να συστηθούν σε κάποιον που δεν τις ξέρει, συμπληρώνοντας τη δική μου πρόταση: «Γεια σας, είμαστε οι αδερφές Βουγιουκλή και τραγουδάμε τις μουσικές του κόσμου». Συμφώνησαν. 
Η Σουζάνα συνέχισε μετά τον αστεϊσμό: «Είναι δύσκολο να το προσδιορίσεις. Είμαστε καλλιτέχνες του live, εμάς αυτή είναι η “ανάσα μας”. Για τη Ντιαμάντα Γκαλάς, για παράδειγμα, δε μπορείς να πεις τραγουδά το τάδε αποκλειστικά. Λες πως είναι ο τρόπος που το κάνει. Δεν σε νοιάζει τι τραγουδά, όσο ο τρόπος. Το ίδιο ισχύει για τη Φέιθφουλ. Νομίζουμε πως μας χαρακτηρίζει ο τρόπος, όχι το τι κάνουμε ακριβώς». 
Οι δυσκολίες για την Ελένη είναι «αυτές που υπήρχαν πάντα», όχι αποκλειστικά με το πώς θα συστηθούν οι ίδιες, αλλά οι συγκυρίες που δε βοηθούν τη μουσική γενικώς, άρα και την δική τους τοποθέτηση μέσα σε ένα πλαίσιο: «Δεν υπάρχουν περιοδείες εύκολα στη μουσική, δεν υπάρχει αυτό που λέμε δισκογραφία, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν υπάρχει παραγωγή μουσικής. Έχει βέβαια αρκετά χρόνια που έχει παρακμάσει. Υπάρχει μια απίστευτη υπερπληροφόρηση μέσω ίντερνετ που ακόμα κι εκεί μέχρι να βρεθεί μια “ισορροπία” χάνεται αρκετός κόσμος στην μετάφραση. Έπειτα, έχει καταλήξει ο μουσικός να είναι ο επιχειρηματίας σε πολλές φάσεις, προκειμένου να κάνει αυτό που θέλει και να στηρίξει τη δουλειά του. Από τη μια έχει ένα καλό αυτό, αφού ο καλλιτέχνης έχει έναν έλεγχο της δουλειάς του, αλλά από την άλλη χάνεται κάτι στην “αλυσίδα”. Το θέμα είναι να μην κάνει εκπτώσεις σε αυτό που κάνει και κάποια στιγμή νομοτελειακά θα δικαιωθεί». 


Η συζήτηση ήρθε στα σημεία σταθμούς για τις ίδιες, που είναι πραγματικά πολλά, αλλά ωστόσο προκρίνουν τη συνεργασία τους με τον Θανάση Γκαϊφύλλια που ήρθε σε πολύ μικρή ηλικία, γύρω στα δεκατέσσερα τους χρόνια, όταν ξεκίνησαν πλέον «επαγγελματικά» την πορεία τους στη μουσική: «Θυμάμαι μας είχε γράψει και τραγούδι ο Θανάσης με τον τρόπο αυτό, του ροκά. 
Ο Θανάσης είναι ο ορισμός του ροκά και στη ζωή του και στην τέχνη του μας έχει επηρεάσει πολύ στο πώς ερμηνεύουμε ένα τραγούδι», τονίζει η Σουζάνα, ενώ η Ελένη δεν παραλείπει και τον Γιώργο Παπαδάκη που τις καθόρισε στα πρώτα τους βήματα αλλά και τον Γκόραν Μπρέγκοβιτς: «Μας είχε καλέσει και στο Ηρώδειο για να τραγουδήσουμε με τη Μαρία Φαραντούρη, στην αρχή μας. Βέβαια, πρέπει να πούμε πως από όλους τους καλλιτέχνες που αγαπάμε και θαυμάζουμε, είχαμε πάντα μια ανοιχτή αγκαλιά και αυτό είναι κάτι που μας κάνει να θέλουμε να τους βγάζουμε όλους ασπροπρόσωπους. 
Στις πρώτες μας συνεργασίες ήταν και ο Ψαραντώνης, ο Βασίλης Λέκκας, ο Λουδοβίκος των Ανωγείων, ο Γκόραν Μπρέγκοβιτς». Αμφότερες θεωρούν μεγάλο κεφάλαιο το Μπρέγκοβιτς στις μουσικές τους επιρροές, αφού ήταν για αυτές ένα όνειρο που πραγματοποιήθηκε λέει η Ελένη: «Πάντα θα τον αγαπάμε το Μπρέγκοβιτς. Είναι για εμάς τόσο συγγενικές οι μουσικές του. Το “Ederlezi” ήταν μάλιστα απο τα πρώτα τραγούδια που διασκεύασαμε μικρές, ενώ πολύ πιο μετά ανοίξαμε τη συναυλία του στο Αρχαίο Θέατρο των Φιλίππων, που ήταν για εμάς πολύ σημαντικό, γιατί εκεί παρακολουθούσαμε τις αγαπημένες μας συναυλίες και ξαφνικά βρεθήκαμε στον ίδιο χώρο μαζί του, ενώ ακριβώς εκεί είχαμε παρακολουθήσει τον ίδιο δέκα χρόνια νωρίτερα!».
Μιλώντας για live, σκεφτόμουν πως σε μια περιοδεία υπάρχουν προορισμοί που η καθεμιά διακρίνει μια διαφορετική σπουδαιότητα. Έτσι θέλησα να μάθω τις “διαφορετικές” στιγμές στη σκηνή. Για την Ελένη είναι στην Κωνσταντινούπολη, στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, που υπήρξε κάποιο τεχνικό πρόβλημα και χρειάστηκε να τραγουδήσουν χωρίς ήχο:   «Τραγουδήσαμε μέσα σε μια τεράστια αίθουσα με πάρα πολύ κόσμο, “γυμνά” και ακαπέλα αλλά και με τη συνοδεία κιθάρας. Ήταν και για εμάς συγκλονιστικό, κάπως αρχέγονο, θυμάμαι κιόλας πεισμώσαμε πως παρόλα τα τεχνικά πρέπει να συνεχίσουμε και να αποδώσουμε αυτό που θέλαμε». 


Η Σουζάνα δεν παραλείπει μια εξίσου σημαντική στιγμή στην καριέρα τους, στη Νέα Υόρκη, όπου έλαβαν μέρος σε μια συναυλία, για να δοθούν τα έσοδα στις οικογένειες των θυμάτων του Μαραθωνίου της Βοστώνης: «Ήταν κατά βάση Νεοϋορκέζικο κοινό, ήμασταν καλεσμένες στο Κάρνεγκι Χολ και κάπως κουμπωμένες στην αρχή γιατί λέγαμε πώς θα τους φανεί άραγε όλο αυτό που παρουσιάζουμε στη σκηνή, όλο αυτό που κάνουμε, αλλά μας έκανε εντύπωση που είχαν ακριβώς τις ίδιες αντιδράσεις με τους Έλληνες για παράδειγμα. Τους δημιούργησαν τα ίδια συναισθήματα όπως δημιουργούν σε άλλους Ευρωπαίους. Δεν ήταν μονάχα τα γκόσπελ για παράδειγμα ή τα τραγούδια από το Μεξικό που πιθανόν να τους ήταν κάπως πιο οικεία, αλλά είχαν ίδιες αντιδράσεις ακόμα και στα Θρακιώτικα ή στα ρεμπέτικα! Κάτι που επικυρώνει αυτό που λέγαμε πριν, πως υπάρχουν στοιχεία καθολικά στη μουσική και στη μελωδία και στο ρυθμό και στο στίχο και σε όλα». 
Όταν τις είχα παρακολουθήσει στο Μύλο της Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια του προγράμματος τα φώτα χαμήλωσαν και η Ελένη προλόγισε το επόμενο τραγούδι, ως επίκαιρο και συνδεδεμένο με την προσφυγικό ζήτημα. Το τραγούδι αυτό, είναι και ένα –πρόσφατο- όχημα για αυτές στο δαιδαλώδες σύμπαν του viral, και θέλησα να ρωτήσω την Ελένη για αυτή την κίνηση: «Το “γουά χαμπίμπι (wahabibi)” είναι ένας ύμνος της Mεγάλης Παρασκευής του Λιβάνου, που έχει τραγουδήσει η Φαϊρούς κι εμείς λέμε το μισό στα Αραβικά και το μισό στα Ελληνικά, έτσι όπως το έχει προσαρμόσει ο Χριστόδουλος Χάλαρης σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, ενώ το έχει τραγουδήσει ο Χρύσανθος. Είναι ένα τραγούδι που μας συγκινεί πάρα πολύ και δυστυχώς είναι επίκαιρο, γιατί το θέμα της προσφυγιάς ή του πολέμου το βλέπεις να συμβαίνει ξανά και ίσως σε ολοένα σκληρότερη μορφή. Χρησιμοποιήθηκε τα Χριστούγεννα στην ταινία «Oι επισκέπτες» του Θοδωρή Παπαδουλάκη, που πραγματεύεται το θέμα της προσφυγιάς. Ο στίχος που λέει “Ουρανέ μου / διώχ’τη συννεφιά / να περάσω τα σύνορα / κι ένα βράδυ / πάνω στα βουνά / να χτυπήσω τα σήμαντρα” νομίζω πως είναι συγκλονιστικός. Για εμένα ο Γκάτσος είναι από τους πιο σπουδαίους στιχουργούς που υπάρχουν στον κόσμο».   


Ο πρόσφατος δίσκος τους “Το be safe” είναι δίγλωσσος, ενώ περιλαμβάνει απο blues μέχρι δικά τους παραδοσιακά τραγούδια από τα οποία ξεχωρίζει “Το πυρομάνι” που είναι σε στίχους της Ελένης. Το ένα διαδέχεται το άλλο, ανεξάρτητα απο τη γλώσσα ή το ύφος του, ενώ στην αρχή μπορεί να ξενίσει τον ακροατή, καταλήγει στο τέλος πως όχι απλά βρίσκονται σε μια συνοχή, αλλά είναι «αλληλοεξαρτώμενα» αν τις γνωρίζεις λίγο παραπάνω, ειδικά στις live εμφανίσεις τους: «Είναι ένας δίσκος που κάναμε εμείς την παραγωγή, από τα τραγούδια μέχρι την εκτύπωση. Είμαστε πολύ χαρούμενες με το αποτέλεσμα. Κινείται κυρίως σε μπλουζ και ρεμπέτικο ήχο, έχουμε τον Αλέξη Αποστολάκη που παίζει ντραμς και το Χρήστο Σαπράζη που παίζει κοντραμπάσο και έκαναν μια σπουδαία δουλειά. Από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε φάνηκε η χημεία μεταξύ μας και πως θα πηγαίνει πολύ καλά η συνεργασία μας. Κάναμε, όμως, φυσικά πάρα πολλές πρόβες, για να δέσει όλο αυτό μεταξύ μας. Είναι ουσιαστικά το κόνσεπτ που παρουσιάσαμε και στο Μύλο σε προηγούμενη εμφάνιση μας, ενώ ετοιμαζόμαστε για την επόμενη». Γενικά εκφράζουμε τη στιγμή στην οποία βρισκόμαστε. “Το πυρομάνι” γράφτηκε εν βρασμώ. Δε θέλω να το χάσουμε όλο αυτό που έχουμε αυτή τη στιγμή, δηλαδή να γράφουμε κάτι απλά για να το γράφουμε ή να παίζουμε απλά, για να παίζουμε κάπου. Όλη αυτή η αναζήτηση είναι για εμένα το πιο σημαντικό».
Βρίσκονται, όμως, και σε μια προσπαρασκευαστική φάση για τον καινούριο δίσκο, που για την ώρα παίρνει μορφή κυρίως στο μυαλό τους, λέει η Ελένη: «Μαζεύουμε υλικό για τον επόμενο. Θα έχει επίσης δικά μας τραγούδια, ενώ αυτό που θέλουμε να κάνουμε πάρα πολύ είναι να γράψουμε μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Το θέλαμε από πάντα είναι η αλήθεια, αλλά αυτή τη στιγμή είμαστε πιο έτοιμες για κάτι τέτοιο. Είμαστε γενικώς της ομαδικής δουλειάς και έχουμε μια νοοτροπία του πρέπει να φροντίζεις τα πράγματα, να κρατά ο καθένας σε μια ομάδα το ρόλο του».   
Όπως και η ζωή, το ίδιο και η μουσική, μεταφέρεται γύρω από ένα «τρίπολο» όπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί στην ψυχολογία του Φρόυντ . Η μητέρα, ο έρωτας, αλλά και ο θάνατος είναι οι βασικές θεματικές της μουσικής τους. Άραγε ποιο από τα τρία στοιχεία επιλέγουν ως καθοριστικό για τις ίδιες; ενώ θέλησα να τις ρωτήσω, αν θα τις «χώριζε», τουλάχιστον καλλιτεχνικά, ένας έρωτας: «Όχι!», φώναξε η Ελένη γελώντας. «Μα και η αδερφική σχέση όπως και η φιλική έχει ένα κομμάτι του έρωτα, γιατί υπάρχει η γοητεία του άλλου, η ανάγκη να είσαι συνεχώς μαζί του ή και να τον θαυμάζεις. Καλλιτεχνικά τουλάχιστον, μεταξύ μας έχουμε συνεχώς καινούρια πράγματα να ανακαλύψουμε και να σκεφτούμε».     
Πριν λίγες μέρες είχαν μια προγραμματισμένη παράσταση στο Αζερμπαϊτζάν, ενώ τα άμεσα σχέδια τους είναι πάντα απρόβλεπτα «αν εξαιρέσουμε αυτο το live, συνήθως κανονίζεται κάτι πριν από δέκα ημέρες περίπου, δεν υπάρχει πάντοτε πρόγραμμα, υπάρχουν οι καλοκαιρινές μας συναυλίες όπως και η προετοιμασία του επόμενου δίσκου» σημειώνει η Ελένη, ενώ για αυτές ήταν μια πολύ μεγάλη διοργάνωση για τις ίδιες με μουσικά στοιχεία «από την Τουρκία, την Αρμενία, στοιχεία που έχουν μεγάλη σχέση με αυτό που κάνουμε όπως και το κομμάτι του αυτοσχεδιασμού».   
Μετά από μια ώρα και κάτι συνέντευξης, καθώς έπαιρνα το δρόμο του γυρισμού σκεφτόμουν πως στη μουσική τα αδερφικά ντουέτα, τα λεγόμενα “sibling musical duos” δεν είναι κάτι καινούριο, αλλά σίγουρα αποτελεί μια ενδιαφέρουσα φόρμουλα: Dejohn sisters,  The Dixie Chicks, Andrews Sisters μέχρι τις “σκληρές” των αδερφικών γκρουπς “Τhe Pierces” αλλά και τις δικές μας, folk & ethnic αδερφές Βουγιουκλή υπάρχει η κοινή συνάρτηση των δεσμών εξ αίματος, αλλά κυρίως η επιλογή της κοινής και μακροχρόνιας καλλιτεχνικής σύμπλευσης. Ίδιες οι αναφορές στους γονείς και στην πορεία τους, για όλα τα sibling duos είναι μάλλον το «μαζί» η πραγματοποίηση του παιδικού ονείρου, σε έναν μέλλοντα μόνιμα παρόντα. 
Πηγή: www.lifo.gr
ΤΑ ΝΕΑ του xanthinea.gr στο Google News ΤΑ ΝΕΑ του xanthinea.gr στο Google News

Διαβάστε Επίσης

Σχετικά αρθρα