Δευτέρα, 11 Μαρτίου, 2024

Ξάνθη: Εταιρεία αναψυκτικών δίνει οικονομική ελπίδα στους Έλληνες με το άγριο τσάι του βουνού

Κοινοποίηση


Οι άνθρωποι που επένδυσαν στα άνθη του σιδερίτη φαίνεται να κερδίζουν το «στοίχημα» – Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο Munchies.
Η Nuriye Hasan Sali πρωτογνώρισε τον Δημήτρη Κρις, γενικό διευθυντή και ψυχή πίσω από το Tuvunu –μια εταιρεία παραγωγής φυσικών ροφημάτων– το 2011. Εκείνη την περίοδο, ο Δημήτρης και η ομάδα του ταξίδευαν στα ορεινά χωριά της βορειοανατολικής Ελλάδας και παρουσίαζαν μια νέα επιχειρηματική ευκαιρία για τους ντόπιους αγρότες που καλλιεργούσαν καπνά, από γενιά σε γενιά.
Τελικά, όμως, δεν επρόκειτο για κάτι καινούργιο.
Στην καρδιά αυτού του εγχειρήματος ήταν το ενδημικό φυτό με την ονομασία σιδερίτης –γνωστό και ως τσάι του βουνού– το οποίο φύεται στις ορεινές περιοχές της Ελλάδας. Για αιώνες, χρησιμοποιούνταν στην παρασκευή ενός ζεστού ροφήματος – ενός γιατροσοφιού για τα χειμωνιάτικα κρυολογήματα και τον πονόλαιμο. Ο Δημήτρης, όμως, οραματίστηκε ένα μέλλον στο οποίο οι άνθρωποι από τις αγροτικές κοινότητες της Θράκης θα καλλιεργούσαν τη γη τους για να παράγουν σιδερίτη για μια καινούργια, 100% φυσική εμφιαλωμένη εκδοχή του ροφήματος που οι γιαγιάδες αποκαλούν πανάκεια.
Η 29χρονη Nuriye, πτυχιούχος γεωπόνος του ΤΕΙ Θεσσαλίας, ήταν 25 χρονών εκείνη την εποχή, παντρεμένη και άνεργη. Ανήκει στη μικρή κοινότητα των Πομάκων, των Ελλήνων μουσουλμάνων που βρίσκονται στα ορεινά χωριά της Θράκης και οι οποίοι μέχρι το 1993 υπάγονταν σε ρατσιστικές πολιτικές που τους απαγόρευαν να φεύγουν από τα χωριά τους μετά τη δύση του ηλίου και να δέχονται επισκέψεις εκτός περιοχής χωρίς έγκριση. Οι περισσότεροι από τους άντρες της περιοχής βρίσκονται αυτήν τη στιγμή στο εξωτερικό και εργάζονται σε ναυπηγεία στη Γερμανία. Μπορείς να δεις γυναίκες με μαντίλα να οδηγούν μοτοσυκλέτες ή, όπως η Nuriye, να εργάζονται ως αγρότισσες.
«Έβαλα τους πρώτους σπόρους στο έδαφος το 2011», λέει. «Μετά απέκτησα δύο στρέμματα, αλλά τώρα έχω έξι. Τα πρώτα προϊόντα παράχθηκαν το 2012, αλλά η πρώτη καλή παραγωγή βγήκε το 2013».
Η Nuriye σημειώνει ότι στα πρώτα δύο χρόνια καλλιέργειας σιδερίτη απαιτείται τακτική καταπολέμηση ζιζανίων κι αυτό διότι οι καλλιεργητές του σιδερίτη δεν χρησιμοποιούν φυτοφάρμακα. Όμως μετά από αυτό, όπως λέει, χρειάζεται να καθαρίζει τα ζιζάνια μόνο μία φορά τον μήνα.
«Πούλησα την πρώτη μου σοδειά σιδερίτη στην Tuvunu το 2012 και έκτοτε συνεργαζόμαστε», λέει.
Ο Nuri Conde και ο Saban είναι δυο αδέρφια γύρω στα 50. Έχουν περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στη Κοτύλη, ένα μικρό χωριό σε απόσταση μικρότερη των δέκα χιλιομέτρων από τα βουλγαρικά σύνορα στα βουνά της Ξάνθης. Ο πατέρας τους ήταν καπνοκαλλιεργητής και τα αδέρφια κληρονόμησαν το επάγγελμά του μαζί με τα χωράφια του, ενώ παράλληλα δούλευαν και ως εργάτες για να τα βγάζουν πέρα με τους λογαριασμούς. Το 2012 έμαθαν για τον σιδερίτη και παραβρέθηκαν σε μια από τις παρουσιάσεις της Tuvunu. Αποφάσισαν απευθείας να επικοινωνήσουν με την εταιρεία και να αρχίσουν να καλλιεργούν σιδερίτη στα χωράφια τους. Οι δυο τους έχουν περίπου δέκα στρέμματα σιδερίτη. «Η καλλιέργεια καπνού ήταν πολύ δύσκολη», λέει ο Nuri.
Ο γιος του, ο 24χρονος Ridvan, διακόπτει: «Εγώ τον έπεισα να αρχίσει να καλλιεργεί σιδερίτη». Ο Ridvan πήρε πρόσφατα το πτυχίο του από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και μόλις εξέτισε τη στρατιωτική του θητεία. Μαζί με τον ξάδερφό του –τον γιο του Saban, Irfan– βοηθούν τους γονείς τους στη φροντίδα των καλλιεργειών σιδερίτη. Τα δύο ξαδέρφια είχαν προγραμματίσει να αφήσουν το χωριό τους για να δουλέψουν για τρεις μήνες σε ναυπηγεία της Γερμανίας – μια πρακτική κοινή για τους χωρικούς που αδυνατούν να βρουν ευκαιρίες απασχόλησης κάπου πιο κοντά. Τον ρώτησα αν έχει εξετάσει το ενδεχόμενο να γίνει καλλιεργητής σιδερίτη πλήρους απασχόλησης, όπως οι γονείς του. «Αν δεν μπορέσω να βρω κάτι σχετικό με το αντικείμενό μου, τότε ναι, υποθέτω ότι μια μέρα θα γίνω καλλιεργητής σιδερίτη όπως ο πατέρας και ο θείος μου».
Ο Nuri και ο Saban είναι, επίσης, από τους βασικούς προμηθευτές σπόρων και δενδρυλλίων της εταιρείας. Μαζεύουν μεγάλο αριθμό σπόρων από κάθε σοδειά που παράγουν και, μαζί με τους γεωπόνους της Tuvunu, παρέχουν στους νέους γεωργούς σιδερίτη τόσο τα φυτά όσο και τις γνώσεις που απαιτούνται για να μπορέσουν να αποδώσουν τα μέγιστα από την αρχή. «Έχουμε βρει τρόπους που διευκολύνουν την καλλιέργεια του σιδερίτη, έτσι ώστε οι νέοι άνθρωποι και οι νέοι αγρότες να μπορούν να δοκιμάζουν μια νέα καλλιέργεια με μεγαλύτερη ευκολία», λέει ο Saban.
Η διαδικασία είναι απλή. Οι σπόροι προέρχονται από ώριμα φυτά και καλλιεργούνται σε φυτώρια δυο φορές τον χρόνο –μία τον Σεπτέμβριο και μία τον Μάρτιο– ανάλογα με το πότε γίνεται η νέα σπορά. Για δύο μήνες, τα δενδρύλλια πρέπει να ποτίζονται καθημερινά, χωρίς τη χρήση φυτοφαρμάκων ή λιπασμάτων. Όταν το μικρό φυτό του σιδερίτη είναι έτοιμο, πρέπει να μεταφυτευτεί εντός τριών ημερών από την αφαίρεσή του από το φυτώριο. Η διαδικασία φύτευσης νέων φυτών χρειάζεται να γίνει μόνο μία φορά στα πέντε με επτά χρόνια, εκτός αν ένα συγκεκριμένο φυτό δεν παρέχει την απαραίτητη ποσότητα ή ποιότητα των ανθών που χρειάζονται για την παρασκευή του ροφήματος. Τα άνθη του σιδερίτη μαζεύονται από τα χωράφια με το χέρι σε μπουκέτα τον Ιούνιο, αποξηραίνονται για μία βδομάδα σε προστατευμένες αποθήκες και τελικά συσκευάζονται και παραδίδονται με φορτηγά της εταιρείας στον κατασκευαστή στην Κομοτηνή, ογδόντα χιλιόμετρα μακριά. «Ο σιδερίτης είναι ανθεκτικός στη ζέστη και στο κρύο. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα και δεν απαιτεί πότισμα. Το φυτό μπορεί να φτάσει το ένα μέτρο σε διάμετρο και να παράγει μέχρι και 180 κλαδιά με άνθη, καθένα εκ των οποίων ζυγίζει περίπου πέντε γραμμάρια», λέει ο Χρήστος Καβούνης, επικεφαλής γεωπόνος της Tuvunu, ο οποίος έχει μελετήσει εκτενώς την άγρια χλωρίδα της Ελλάδας. «Όσο περισσότερο κρύο έχει τόσο πιο δυνατό είναι το φυτό», προσθέτει ο Saban. Η μοναδική δυσκολία που αντιμετωπίζουν η εταιρεία και οι ντόπιοι αγρότες είναι η εύρεση αρκετών καλλιεργήσιμων χωραφιών, λόγω της ορεινής τοπογραφίας της περιοχής.
Το εργοστάσιο λαμβάνει τα μπουκέτα με τον αποξηραμένο σιδερίτη σε στοίβες, οι οποίες τοποθετούνται σε ανακυκλώσιμα χαρτοκιβώτια. Κάθε κιβώτιο έχει μια ετικέτα με όλες τις σχετικές πληροφορίες για τον καλλιεργητή και το χωράφι προέλευσης. Το μέλι που χρησιμοποιείται στο ρόφημα είναι επίσης ντόπιο προϊόν και τοποθετείται σε μεγάλα δοχεία 25 λίτρων. Ξεναγώντας με στη γραμμή παραγωγής στις εγκαταστάσεις της Tuvunu στην Κομοτηνή, ο Χρήστος μου εξηγεί: «Χρησιμοποιούν κόφτη για να κόψουν τα αφυδατωμένα κλαδιά σε μικρότερα κομμάτια, τα οποία στη συνέχεια διοχετεύονται μέσω ενός συστήματος σωλήνα κλειστού κυκλώματος με τη βοήθεια ενός συμπιεστή αέρα και καταλήγουν σε μια μεγάλη δεξαμενή 17.000 λίτρων που περιέχει ζεστό νερό –η οποία έχει το παρατσούκλι «μπρίκι– και ουσιαστικά αναπαράγει σε μεγάλη κλίμακα τον παραδοσιακό τρόπο με τον οποίο βράζουν τον σιδερίτη στα ελληνικά σπίτια από την αρχαιότητα». Τα φρέσκα λεμόνια προέρχονται από τη νότια Ελλάδα, κοντά στις αρχαίες Μυκήνες, και στύβονται στις εγκαταστάσεις. Ο φρέσκος χυμός προστίθεται στη χύτρα που βράζει μέσω ενός μικρού μηχανήματος, και πάλι με τη βοήθεια του συστήματος κλειστού κυκλώματος. Το ίδιο μηχάνημα χρησιμοποιείται για να προσθέσει το μέλι, ενώ ένα άλλο χρησιμοποιείται για να προσθέσει λίγη ακατέργαστη μαύρη ζάχαρη. Η χρήση ενός τέτοιου συστήματος ελαχιστοποιεί την απώλεια της γεύσης και του αρώματος των φυσικών υλικών. Όλα τα συστατικά αναμειγνύονται στη συνέχεια σε μια μεγάλη δεξαμενή με τη χρήση μεγάλων λεπίδων, οι οποίες έχουν το παρατσούκλι «μαχαίρια» και ξεχωρίζουν τα στερεά υλικά από τα υγρά. Έπειτα, το τελικό προϊόν εξάγεται και εμφιαλώνεται. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται για την παραγωγή προϊόντων Tuvunu χωρίς ζάχαρη και μέλι. «Έπρεπε να προσθέσουμε μαύρη ζάχαρη προκειμένου να ελαττώσουμε την ποσότητα του μελιού», λέει ο Χρήστος. «Αν βάλουμε πολύ μέλι στο ρόφημα, θα επισκιάσει τη γεύση του σιδερίτη και το τελικό ρόφημα θα είναι λιγότερο αρωματικό και ισορροπημένο».
Σύμφωνα με τον Χρήστο, η συλλογή άγριου σιδερίτη από το βουνό απαγορεύεται αυστηρά διά νόμου και η εταιρεία αρνείται να δεχτεί φυτά τα οποία δεν προέρχονται από πιστοποιημένους παραγωγούς, προκειμένου να διατηρηθεί η άγρια χλωρίδα και ο πληθυσμός του είδους. Πέρα από τα εμφανή πλεονεκτήματα της διατήρησης του τοπικού οικοσυστήματος, η συστηματική καλλιέργεια του σιδερίτη έχει τρία βασικά προτερήματα: πρώτον, μπορούν να ελεγχθούν οι συνθήκες, όπως η οξύτητα του εδάφους και ο περιορισμός της χρήσης λιπασμάτων (τα προϊόντα της Tuvunu παράγονται αποκλειστικά με βιολογικά συστατικά). Δεύτερον, το προϊόν μπορεί να πιστοποιηθεί ως βιολογικό και, τρίτον, η παραγωγή μπορεί να ρυθμιστεί με τα χωράφια σε αντίθεση με το άγριο μάζεμα κι αυτό είναι απαραίτητο για τις οικογένειες ντόπιων που ζουν από τον σιδερίτη.
Η Nuriye λέει ότι οι καλλιεργητές δεν επιβαρύνονται καθόλου με επιπρόσθετες δαπάνες, και σχεδόν κάθε τμήμα του φυτού πωλείται στην εταιρεία. Είναι σημαντική πηγή εισοδήματος σε πολύ δύσκολους καιρούς, τώρα που η ανεργία έχει χτυπήσει αριθμούς ρεκόρ σε όλη την Ελλάδα. «Στο χωριό μου περίπου 40-50 γυναίκες εργάζονται σήμερα καλλιεργώντας σιδερίτη», λέει, «ενώ πολλοί άντρες, ή τουλάχιστον αυτοί που έχουν μείνει εδώ, έχουν εκφράσει επίσης ενδιαφέρον να γίνουν και οι ίδιοι καλλιεργητές».
Η Nuriye πέρασε από την ανεργία στο να είναι η ίδια εργοδότρια, καθώς συχνά προσλαμβάνει άντρες για να σκαλίσουν τα χωράφια της. Δηλώνει ότι η καλλιέργεια σιδερίτη ουσιαστικά την έχει κάνει οικονομικά ανεξάρτητη και ότι είναι μια απίστευτη ευκαιρία για γυναίκες όπως η ίδια, οι οποίες μέχρι πρότινος θεωρούνταν ότι έπρεπε να μένουν σπίτι στις πατριαρχικές κοινωνίες τους.
Οι αδερφοί Nuri και Saban λατρεύουν να πηγαίνουν στα χωράφια. Τους έχει δοθεί μια σπάνια ευκαιρία να δουλέψουν και να ανταμειφθούν σε ένα σταθερό, προστατευμένο και δίκαιο περιβάλλον. Η εταιρεία έχει υπογράψει ατομικές συμβάσεις με τον καθένα από τους καλλιεργητές, κι έτσι αυτοί γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι το προϊόν της εργασίας του θα πουληθεί σε προκαθορισμένη τιμή. Ο Saban λέει αστειευόμενος ότι με αυτό το προϊόν μια μέρα ο κόσμος θα γίνει δικός τους.
Ο Δημήτρης προσθέτει –λίγο πιο προσγειωμένα– ότι μια μέρα όλα τα βουνά της Θράκης θα είναι γεμάτα με χωράφια σιδερίτη. «Είναι ο καλύτερος τρόπος για να επιστρέψει η ζωή στα βουνά της βορειοανατολικής Ελλάδας. Αυτή είναι η πραγματική Ελλάδα – πανέμορφα τοπία, ανεπιτήδευτοι άνθρωποι και μια γιορτή των αισθήσεων». Όπως λέει ο Δημήτρης: «Η Ελλάδα είναι σαν τον ήλιο. Είναι αιώνια».
vice.com
ΤΑ ΝΕΑ του xanthinea.gr στο Google News ΤΑ ΝΕΑ του xanthinea.gr στο Google News

Διαβάστε Επίσης

Σχετικά αρθρα